Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake
(I)(Μ λυγῶ, -άω)βλ. λυγίζω. (II)(λυγῶ, -όω (Α) λύγος1. δένω κάτι στερεά, ενώνω σφιχτά2. καταβάλλω, δαμάζω.