λυγώ

From LSJ

Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake

Source

Greek Monolingual

(I)
(Μ λυγῶ, -άω)
βλ. λυγίζω.
(II)
(λυγῶ, -όω (Α) λύγος
1. δένω κάτι στερεά, ενώνω σφιχτά
2. καταβάλλω, δαμάζω.