μούδα

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

(I)
η ναυτ. οριζόντια ενισχυτική σειρά του ιστίου, κατά μήκος της οποίας είναι στερεωμένα μικρά και ελαφρά σχοινιά, χρήσιμα για το μουδάρισμα του πανιού ενός ιστιοφόρου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του μουδάρω].
(II)
η
γυναικεία φορεσιά, αλλαξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muda].