πένα
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
(I)
και παλ. γρφ. πέννα, η
1. κοινή ονομασία της μελανογραφίδας από μακρύ φτερό της πτέρυγας ή της ουράς πτηνού, που χρησιμοποιήθηκαν τον Μεσαίωνα για τον σκοπό αυτό ύστερα από όξυνση του κυλινδρικού άκρου τους
2. κάθε μεταλλικό όργανο γραφής
3. μικρό και λεπτό, κοκάλινο ή πλαστικό, έλασμα με το οποίο οι μουσικοί νύσσουν τις χορδές ορισμένων μουσικών οργάνων
4. ναυτ. είδος ιστίου
5. φρ. α) «έχει δυνατή πένα» — γράφει ωραία
β) «στην πένα» — άψογα, έξοχα, τέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. penna < λατ. penna «φτερό»].
(II)
η
υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας, το ένα δωδέκατο του σελινίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penny].