ποῦρος

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποῦρος Medium diacritics: ποῦρος Low diacritics: πούρος Capitals: ΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: poûros Transliteration B: pouros Transliteration C: poyros Beta Code: pou=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A = πῶρος, SIG245 G22, al. (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
βλ. πῶρος.
(II)
-α, -ο, Ν
αμιγής, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puro «καθαρός» < λατ. purus «καθαρός»].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πουρί
(με υβριστική σημ.)
1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό
ο παλιόγερος ή η παλιόγρια.

Frisk Etymological English

See also: s. πῶρος