Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελανηφόρος

From LSJ
Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνηφόρος Medium diacritics: μελανηφόρος Low diacritics: μελανηφόρος Capitals: ΜΕΛΑΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: melanēphóros Transliteration B: melanēphoros Transliteration C: melaniforos Beta Code: melanhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A = μελανοφόρος, Orph.H.42.9; epith. of priests of Isis, at Delos, SIG977a2 (ii B. C.); at Eretria, Ἀρχ.Δελτ.1.148:— hence μελᾰνη-φορέω, Tz.H.7.999.

German (Pape)

[Seite 119] schwarze Kleider tragend, Diener der Isis, Inscr. 2293, ff.

Greek (Liddell-Scott)

μελανηφόρος: -ον, = μελανοφόρος, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 9· ἐπίθ. ἱερέων τινῶν τῆς Ἴσιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2293 (ἔνθα ἴδε τὸν Böckh), 96· - μελανηφορέω, μαυροφορῶ, Τζέτζ. 7. 999.

Greek Monolingual

(I)
-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει μελάνημελανηφόρος σάκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη + -φόρος].
(II)
μελανηφόρος, -ον (ΑM)
βλ. μελανοφόρος.