κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
(I)Νεπίρρ.ολόγυρα, τριγύρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γύρω + επιρρμ. κατάλ. -α]. (II)τὰ, Μ1. τα περίχωρα2. οι άνθρωποι τών περιχώρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γύρος + κατάλ. -α (πρβλ. περίχωρα)].