Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
dor. c. φηγός.
(I)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. φηγός.———————— (II)
ὁ, Α
βλ. φακός.
φᾰγός, οῦ, ὁ, [from φᾰγεῖν]
a glutton, NTest.