κεφαλαιόω

Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

   A bring under heads, sum up, Th.3.67, al.:—Med., Arist.MM1207b22; κ. τινά characterize generally, Pl.R.576b; τὰς δυνάμεις τινῶν Phld.Vit. p.17 J.:—Pass., to be summed up, Arist.Metaph.1013b30; κ. ἑκάστην τῶν ἀρετῶν περὶ ἴδιόν τι κεφάλαιον Stoic.3.73; κεφαλαιοῦσθαι ἐννακισχιλίων ἑξακοσίων [σταδίων] to amount in all to... Str.2.1.39; εἰς δύο ἀρτηρίας ἡ πάντων ἀγγείων κ. σύνοδος is combined in... Gal.4.657, cf. Porph.Sent.44; κεφαλαιούσθω διότι . . Phld.Rh.2.35 S.    II smite on the head, Ev.Marc.12.4.

German (Pape)

[Seite 1427] 1) die Hauptsachen anführen, den Hauptmomenten nach erzählen, summarisch behandeln, zusammenfassen; πολλὰ παρεὶς τὰ μέγιστα κεφαλαιώσω Thuc. 6, 91, vgl. 8, 53; Sp.; auch im med., κεφαλαιωσώμεθα τὸν κάκιστον, im Allgemeinen bestimmen, erklären, Plat. Rep. IX, 576 b; aber pass. ist ἡ σύμπασα κεφαλαιοῦται ἑξακοσίων σταδίων, beträgt im Ganzen, Strab. II, 92; so auch A. – 2) im N. T. = am Kopfe verwunden, tödten.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traiter sommairement, en ne parlant que des choses principales;
Moy. κεφαλαιόομαι-οῦμαι traiter sommairement, définir d’une manière générale ou sommaire, acc..
Étymologie: κεφαλαῖος.

English (Strong)

from the same as κεφάλαιον; (specially) to strike on the head: wound in the head.

English (Thayer)

(κεφαλιόω) T WH (approved also by Weiss, Volkmar, others), for κεφαλαιόω, which see.

Greek Monotonic

κεφᾰλαιόω: μέλ. -ώσω,
I. εντάσσω σε κεφάλαια, συνοψίζω, δηλώνω περιληπτικά, σε Θουκ.
II. πλήττω στο κεφάλι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαιόω:
1) тж. med. представлять в основных чертах (τὰ μέγιστα Thuc.): κ. ἐκ πολλῶν Thuc. охватить многие вопросы в главных чертах; κεφαλαιοῦσθαί τινα Plat. дать общую характеристику кого-л.;
2) распределять, расчленять (τὸ τῶν πλανήτων πλῇθος εἰς ἑπτὰ μέρη Arst.);
3) ранить в голову (ἐκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαιόω [κεφάλαιος] zich tot de hoofdzaak beperken:; κεφαλαιώσαντες... διαγνώμας ποιεῖσθαι tot de hoofdzaak doordringen en zo een beslissing nemen Thuc. 3.67.7; ook med.: κεφαλαιωσώμεθα... τὸν κάκιστον laten we de slechtste in één woord samenvatten Plat. Resp. 576b.