ἄθροισις

Revision as of 12:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

Att. ἅθρ-, εως, ἡ,

   A gathering, collecting, στρατοῦ E.Hec. 314; χρημάτων Th.6.26; αἱ τῶν νεφῶν ἀ. Arist.Mete.340a31; λόγων Porph.Abst.1.29; κατ' ἄθροισιν λέγειν collectively, Hermog.Id.1.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθροισις: -εως, ἡ, συνάθροισις, συλλογή, στρατολογία, στρατοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 314· χρημάτων, Θουκ. 6. 26· αἱ τῶν νεφῶν ἀ., Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

v. ἅθροισις.

Greek Monotonic

ἄθροισις: -εως, ἡ, συνάθροιση, συγκέντρωση, στρατολογία· στρατοῦ, σε Ευρ.· χρημάτων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄθροισις: атт. ἅθροισις, εως ἡ
1) собирание, набор (στρατοῦ Eur.);
2) накопление (χρημάτων Thuc.): αἱ τῶν νεφῶν ἀθροίσεις Arst. скопления облаков;
3) собрание, стечение (τῶν πολιτῶν Plut.);
4) грам. собирательность: ἐπιρρήματα ἀθροίσεως собирательные наречия (напр. ἅμα и т. п.).

Middle Liddell

[from ἀθροίζω
a gathering, mustering, στρατοῦ Eur.; χρημάτων Thuc.