αἰνόγαμος

Revision as of 12:37, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A fatally wedded, E.Hel.1120 (lyr.), Orph.A.867, Man.3.148.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόγᾰμος: -ον, ὁ ὀλέθριον, δεινὸν γάμον συνάψας, Εὐρ. Ἑλ. 1120. Ὀρφ. Ἀργ. 875· πρβλ. αἰνόλεκτρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au funeste hymen.
Étymologie: αἰνός, γάμος.

Spanish (DGE)

(αἰνόγᾰμος) -ον
cuyo matrimonio trae desgraciade Paris, E.Hel.1120, Medea, Orph.A.867, Helena Trag.Adesp.644.40, Edipo, Opp.C.1.261, Sémele, Nonn.D.8.328, cf. Man.3.148.

Greek Monotonic

αἰνόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόγᾰμος: вступивший в несчастный брак (Πάρις Eur.).

Middle Liddell

fatally wedded, Eur.