συνεργάτις

From LSJ
Revision as of 13:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monotonic

συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.

Russian (Dvoretsky)

συνεργάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).

Middle Liddell

συν-εργά˘τις, ιδος, ὁ, [fem. of συνεργάτης.]