μοσχοποιέω

Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A make a calf, Act.Ap.7.41.

German (Pape)

[Seite 209] ein Kalb machen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοποιέω: κάμνω, κατασκευάζω μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer l’image d’un veau.
Étymologie: μόσχος, ποιέω.

English (Strong)

from μόσχος and ποιέω; to fabricate the image of a bullock: make a calf.

English (Thayer)

μοσχοποιῶ: 1st aorist ἐμοσχοποίησα; (μόσχος and ποιέω (cf. Winer s Grammar, 26)); to make (an image of) a calf: ἐποίησε μόσχον. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

μοσχοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω μοσχάρι από μέταλλο (για το είδωλο του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μοσχοποιέω: делать (золотого) тельца NT.

Middle Liddell

μοσχο-ποιέω, fut. -ήσω
to make a calf. NTest.