ἐκπερισσῶς

Revision as of 14:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Adv.

   A more exceedingly, Ev.Marc.14.31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπερισσῶς: ἐπίρρ. ἔτι μᾶλλον, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδʹ, 31 Λαχμ., ἀλλ᾿ ἡ συνήθ. γρ. εἶναι ἐκ περισσοῦ.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une façon tout à fait excessive.
Étymologie: ἐκ, περισσός.

Greek Monolingual

ἐκπερισσῶς (Α)
επίρρ. έτι μάλλον, ακόμη περισσότερο.

Greek Monotonic

ἐκπερισσῶς: επίρρ., εξαιρετικά υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐκπερισσῶς: с чрезвычайной силой, решительно (λαλεῖν NT - v. l. ἐκ περισσοῦ).

Middle Liddell

more exceedingly, NTest.