ἀναμηρυκάομαι

Revision as of 16:03, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

or ἀναμᾱρ-,

   A chew the cud, Ath.9.390f, Luc.Gall. 8.

German (Pape)

[Seite 198] wiederkäuen, Luc. Gall. 8; vgl. Alex. Mynd. Ath. 390 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμηρυκάομαι: ἢ ἀναμᾱρ-, ἀποθ., ἀναμασῶμαι, κοιν. «μαρκιῶμαι», Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 390F, Λουκ. Ἀλεκτρ. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ruminer.
Étymologie: ἀνά, μηρυκάομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀναμαρυκῶμαι Luc.Gall.8
rumiar τὴν τροφήν Alex.Mynd. en Ath.390f, τῇ μνήμῃ τὰ βεβρωμένα Luc.l.c.

Greek Monotonic

ἀναμηρυκάομαι: ή ἀναμᾱρ-, αποθ., αναμασώ τροφή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμηρῠκάομαι: v. l. = ἀναμαρυκάομαι.

Middle Liddell

to chew the cud, Luc.