ἀναμαρυκάομαι
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
v. ἀναμηρυκάομαι:—also ἀναμαρυκίζω, Jul.Gal.314d.
Spanish (DGE)
(ἀναμᾱρυκάομαι) v. ἀναμηρυκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμᾱρυκάομαι: жевать жвачку Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμᾱρυκάομαι: ἴδε ἀναμηρ-.
Greek Monotonic
ἀναμᾱρυκάομαι: βλ. ἀναμηρ-.