μηρυκάομαι
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
(μαρυκάομαι Jul.Gal.314d), = μηρυκάζω (chew the cud), LXX Le.11.26, Ph.1.320, Plu.Rom.4: metaph. of the mind, ruminate, Ph.1.321, Porph.Chr.23.
German (Pape)
[Seite 178] dass.; Plut. Rom. 4, τὰ μηρυκώμενα τῶν θρεμμάτων; μαρυκᾶσθαι, Ael. N. A. 2, 54.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ruminer.
Étymologie: DELG étym. douteuse.
Russian (Dvoretsky)
μηρῡκάομαι: Plut. = μηρυκάζω.
Mantoulidis Etymological
μηρυκῶμαι (=ἀναμασῶ). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.