ἀντιδέρκομαι

Revision as of 16:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A = ἀντιβλέπω, c. acc., E.HF163.

German (Pape)

[Seite 251] (s. δέρκομαι), gerad entgegensehen, Eur. Herc. Fur. 162.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέρκομαι: ἀποθ., ἀντιβλέπω, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 163· μετὰ δοτ., διάφορος γραφὴ ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 14.

Spanish (DGE)

mirar frente a frente δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα E.HF 163.

Greek Monolingual

ἀντιδέρκομαι (Α)
βλέπω κάποιον κατάματα, ατενίζω.

Greek Monotonic

ἀντιδέρκομαι: αποθ. = ἀντιβλέπω, με αιτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδέρκομαι: Eur. = ἀντιβλέπω.

Middle Liddell

Dep. = ἀντιβλέπω, c. acc., Eur.