ἀντιδέρκομαι
English (LSJ)
A = ἀντιβλέπω, c. acc., E.HF163.
German (Pape)
[Seite 251] (s. δέρκομαι), gerad entgegensehen, Eur. Herc. Fur. 162.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδέρκομαι: ἀποθ., ἀντιβλέπω, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 163· μετὰ δοτ., διάφορος γραφὴ ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 14.
Spanish (DGE)
mirar frente a frente δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα E.HF 163.
Greek Monolingual
ἀντιδέρκομαι (Α)
βλέπω κάποιον κατάματα, ατενίζω.
Greek Monotonic
ἀντιδέρκομαι: αποθ. = ἀντιβλέπω, με αιτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδέρκομαι: Eur. = ἀντιβλέπω.
Middle Liddell
Dep. = ἀντιβλέπω, c. acc., Eur.