ἀποσκίδναμαι

From LSJ
Revision as of 16:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

German (Pape)

[Seite 325] poet. = ἀποσκεδάννυμαι, sich zerstreuen, Il. 23, 4; Thuc. 6, 98; Dion. Hal. 5, 76.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. inf. ἀποσκίδνασθαι et part. ἀποσκιδνάμενος;
se disperser, s’éloigner de, gén..
Étymologie: σκίδναμαι.

Greek Monolingual

ἀποσκίδναμαι κ. -κίδναμαι (Α) σκίδνημι
διασκορπίζομαι.

Greek Monotonic

ἀποσκίδνᾰμαι: Παθ., είμαι διασκορπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, ἀποσκίδναμαι ἔς τι, διασκορπίζομαι για να εξυπηρετήσω ένα σκοπό, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκίδνᾰμαι: (только inf. ἀποσκίδνασθαι и part. ἀποσκιδνάμενος) рассеиваться, расходиться врозь Hom., Her., Thuc., Plut.

Middle Liddell


to be dispersed, Il.; of soldiers, ἀπ. ἔς τι to disperse for a purpose, Hdt.