ἀποινόδικος

Revision as of 16:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A exacting penalty, atoning, δίκαι E.HF888.

German (Pape)

[Seite 304] (δίκη), Rache verhängend, δίκαι Eur. Herc. fur. 889, Pflugk will ἀπόδικος lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποινόδῐκος: -ον, ὁ ποινὴν ἐπιβάλλων, τιμωρῶν, δίκαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui venge justement.
Étymologie: ἄποινα, δίκη.

Spanish (DGE)

(ἀποινόδῐκος) -ον que exige rescate δίκαι E.HF 889 (cód.).

Greek Monolingual

ἀποινόδικος, -ον (Α)
αυτός που επιβάλλει ποινή, ο τιμωρός.

Greek Monotonic

ἀποινόδῐκος: -ον, αυτός που επιβάλλει ποινή, που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποινόδῐκος: несущий возмездие, карающий (δίκαι Eur.).

Middle Liddell

exacting penalty, Eur.