ἀστύφελος

Revision as of 20:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

[ῠ], η, on (ος, ον AP9.413 (Antiphil.)),

   A not rugged, πατρίς Thgn.1044.

German (Pape)

[Seite 379] ἀστυφέλη Theogn. 1044, nicht rauh, = ὁμάλη, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστύφελος: -η, -ον, Θέογν. 1040, ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 413.˙― οὐχὶ τραχύς, οὐχὶ πετρώδης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non raboteux, non rude, uni.
Étymologie: ἀ, στυφελός.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [-ος, -ον AP 9.413 (Antiphil.)]
ref. al suelo no accidentado, suave πόλις Thgn.1044, νησίς AP l.c., Dionysius 1.3.

Greek Monolingual

ἀστύφελος, -ον (Α) στυφελός
αυτός που δεν είναι τραχύς ή πετρώδης.

Greek Monotonic

ἀστύφελος: -η, -ον και -ος, -ον, αυτός που δεν είναι τραχύς, ομαλός, σε Θέογν., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστύφελος: (ῠ) не каменистый, ровный (νησὶς ὁμαλὴ καὶ ἀ. Anth.).

Middle Liddell

not rugged, Theogn., Anth.