βαρβαρόομαι

Revision as of 20:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Spanish (DGE)

(βαρβᾰρόομαι) 1 expresarse con gritos ininteligibles de pájaros, S.Ant.1002.
2 hacerse bárbaro βεβαρβάρωσαι, χρόνιος ὢν ἐν βαρβάροις te has convertido en bárbaro, demorándote tanto tiempo entre bárbaros E.Or.485
en v. pas. ser dominado por los bárbaros οἱ βαρβαρωθέντες τόποι PLond.1674.22 (VI d.C.).
3 comportarse brutal o bárbaramente πρὸς ἀλλήλους Antipho CPF 1A.2.9, τοῖς φρονήμασιν ὁ βασιλεὺς βεβαρβαρωμένος el rey, comportándose con bárbaras intenciones LXX 2Ma.13.9, cf. Chrys.M.60.267, Cyr.Al.M.77.588C.

Greek Monotonic

βαρβᾰρόομαι: Παθ., γίνομαι βάρβαρος, σε Ευρ.· βεβαρβαρωμένος, αυτός που έχει βαρβαρική ή ξενική προφορά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βαρβᾰρόομαι:
1) уподобляться варварам: βεβαρβάρωσαι χρόνιος ὢν ἐν βαρβάροις Eur. прожив долго среди варваров, ты сам стал варваром;
2) становиться непонятным (οἶστρος κακὸς καὶ βεβαρβαρωμένος Soph.).

Middle Liddell


Pass. to become barbarous, Eur.; βεβαρβαρωμένος of barbarous or outlandish sound, Soph.