γυμνιτεύω
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
Greek (Liddell-Scott)
γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.
French (Bailly abrégé)
1 être nu;
2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;
3 être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.
Greek Monotonic
γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.