καταλούομαι

Revision as of 00:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Med.,

   A spend in bathing, καταλόει [prob. cj. for -λούει] μου τὸν βίον Ar.Nu.838.

Greek (Liddell-Scott)

καταλούομαι: μέσ., δαπανῶ εἰς λουτρόν, ὡς ὕδωρ χύνω τὰ χρήματα, καταλόει χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838.

French (Bailly abrégé)

dépenser, gaspiller en frais de bains.
Étymologie: κατά, λούω.

Greek Monolingual

καταλούομαι (Α)
φρ. «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την περιουσία μου, τή σκορπάς σαν το νερό στο λουτρό (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

καταλούομαι: Μέσ., ξοδεύω σε λουτρό, καταλόει (χάριν μέτρου αντί -λούει), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταλούομαι: (2 л. sing. καταλόει) лить как воду (в купальне), т. е. бросать на ветер, расточать, проматывать (τὸν βίον Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λούομαι verkwisten aan baden.

Middle Liddell


Mid. to spend in bathing, καταλόει [metri grat. pro -λούει] Ar.