καταφυλαδόν

Revision as of 00:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Adv.

   A in tribes, by clans, Il.2.668, Opp.H.3.644.

Greek (Liddell-Scott)

καταφῡλᾰδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φῦλα ἢ φυλάς, κατὰ ἔθνη, Ἰλ. Β. 668· φάλαγγας ἀνδρῶν ἐρχομένων κ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 644.

French (Bailly abrégé)

adv.
par tribus.
Étymologie: κατά, φυλή, -δον.

Greek Monolingual

καταφυλαδόν (Α)
επίρρ. κατά φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυλαδόν «κατά φυλές»].

Greek Monotonic

καταφῡλᾰδόν: (φῦλον), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφυλαδόν [κατά, φυλή] adv., per stam.

Russian (Dvoretsky)

καταφῡλᾰδόν: adv. по филам, филами Hom.

Middle Liddell

φῦλον
in tribes, by clans, Il.