Προμήθειος

From LSJ
Revision as of 00:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek (Liddell-Scott)

Προμήθειος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ εἰς τὸν Προμηθέα ἀνήκων, Ἀνθ. Π. 6. 100. Νικ. Ἀλεξιφ. 273, κτλ. ΙΙ. Προμήθεια, τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Προμηθέως, Λυσί. 161 ἐν τέλ., Ξεν. Ἀθην. 3, 4· κατὰ τὸν Meisterh 243 Προμήθια, τά, οὐχὶ Προμήθεια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Prométhée ; τὰ Προμήθεια XÉN fêtes de Prométhée.
Étymologie: Προμηθεύς.

Russian (Dvoretsky)

Προμήθειος: прометеевский Anth.

Middle Liddell

Προμήθειος, η, ον Προμηθεύς
I. Promethean, Anth.
II.