Πτερνογλύφος

From LSJ
Revision as of 00:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521

Greek (Liddell-Scott)

Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ, ὁ γλύφων, διακοιλαίνων χοιρομήρια, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομυομ. 927.

Greek Monotonic

Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύπτω), αυτός που σκαλίζει τα χοιρομέρια, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

Πτερνογλύφος: (ῠ) ὁ Окорокоскреб (имя мыши) Batr.

Middle Liddell

Πτερνο-γλύ˘φος, ὁ, [γλύπτω]
ham-scraper, Batr.