λιθοκτονία
English (LSJ)
ἡ,
A death by stoning, AP9.157.
German (Pape)
[Seite 45] ἡ, das Tödten durch Steinigung, Ep. ad. 465 (IV, 157).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοκτονία: θάνατος διὰ λιθοβολίας, Ἀνθ. Π. 9. 157.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
meurtre ou mort par lapidation.
Étymologie: λίθος, κτείνω.
Greek Monolingual
λιθοκτονία, ἡ (Α)
ο θάνατος με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κτονία (< -κτόνος< κτείνω), πρβλ. πατρο-κτονία, παιδο-κτονία].
Greek Monotonic
λῐθοκτονία: ἡ (κτείνω), θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοκτονία: ἡ побиение (насмерть) камнями Anth.