λιθοκτονία

Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A death by stoning, AP9.157.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, das Tödten durch Steinigung, Ep. ad. 465 (IV, 157).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκτονία: θάνατος διὰ λιθοβολίας, Ἀνθ. Π. 9. 157.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
meurtre ou mort par lapidation.
Étymologie: λίθος, κτείνω.

Greek Monolingual

λιθοκτονία, ἡ (Α)
ο θάνατος με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κτονία (< -κτόνος< κτείνω), πρβλ. πατρο-κτονία, παιδο-κτονία].

Greek Monotonic

λῐθοκτονία: ἡ (κτείνω), θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκτονία: ἡ побиение (насмерть) камнями Anth.

Middle Liddell

λῐθο-κτονία, ἡ, κτείνω
death by stoning, Anth.