λαομέδων

Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A ruler of the people, in Hom. as pr. n.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱομέδων: -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα.

Greek Monolingual

λαομέδων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσο-μέδων, ιππο-μέδων)].

Greek Monotonic

λᾱομέδων: -οντος, ὁ, αυτός που διοικεί, που κυβερνά τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα.

Middle Liddell

λᾱο-μέδων, οντος, ὁ,
ruler of the people: in Hom. as prop. n.