μαζονόμος

Revision as of 03:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Greek (Liddell-Scott)

μαζονόμος: (ἐξυπ. κύκλοςπίναξ), ὁ, πίναξ ἢ «δίσκος», ἐφ’ οὗ ἐπετίθεντο τὰ ἐκ κριθίνου ἀλεύρου πλακούντια καὶ διενέμοντο, Ἁρμόδ. παρ’ Ἀθην. 149Α, πρβλ. Ὁρατ. Σατ. 2. 8, 86· μ. χρυσοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 51, πρβλ. 197F· - ἐντεῦθεν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., μαζονομεῖον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 367· μαζονόμιον, τό, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
plateau pour servir les gateaux sacrés.
Étymologie: μᾶζα, νέμω.

Greek Monolingual

μαζονόμος, ὁ (Α)
το μαζονόμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + νόμος (< νέμω), πρβλ. κρεα-νόμος, μελισσο-νόμος)].

Greek Monotonic

μαζονόμος: ὁ (νέμω), πιατέλα για σερβίρισμα γλυκίσματος από κριθάρι, σε Οράτ.

Middle Liddell

νέμω
a trencher for serving barley cakes on, Hor.