ναυπόρος

From LSJ
Revision as of 04:11, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

ναυπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο
2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοι-πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].

Russian (Dvoretsky)

ναυπόρος: приводящий в движение судно (πλάτη Eur.).

Middle Liddell

[cf. ναύπορος = ναυσιπόρος 2,]
ship-speeding, of oars, Eur.