ναυπόρος
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
v. ναυσίπορος II. 2, πλάτη E. Tr. 877.
Greek Monolingual
ναυπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο
2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοιπόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].
Russian (Dvoretsky)
ναυπόρος: приводящий в движение судно (πλάτη Eur.).
Middle Liddell
[cf. ναύπορος = ναυσιπόρος 2,]
ship-speeding, of oars, Eur.