περιστοιχίζομαι

From LSJ
Revision as of 05:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monotonic

περιστοιχίζομαι: Μέσ., περικυκλώνω όπως με δίχτυα, λέγεται για στράτευμα που βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας, σε Δημ.

Middle Liddell


Mid. to surround as with toils or nets, of a besieging army, Dem.