Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
[Seite 88] dor. für ἀλήθεια, ἀληθής.
dor. c. ἀληθινός.
ἀλᾱθῐνός: дор. = ἀληθινός.
ἀλᾱθινός Dor. voor ἀληθινός.