γελωτοποιία

From LSJ
Revision as of 06:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
chiste, broma, payasada ἠρώτων αὐτὸν τί ὁρῶν ἐν τῇ γελωτοποιίᾳ μέγα ἐπ' αὐτῇ φρονοίῃ le pregunté qué veía en la broma para estar tan orgulloso de ella X.Smp.4.50, κωμική Luc.Salt.68, εἰς γελωτοποιΐαν τοῖς γράφουσι τοὺς μίμους Gal.2.644, cf. Poll.9.148, D.C.79.4.1, Procop.Arc.15.24, EM 218.15G.

Greek Monolingual

η (AM γελωτοποιΐα)
η ιδιότητα και η τέχνη του γελωτοποιού, το να προκαλεί κανείς γέλια στους άλλους.

Middle Liddell

[from γελωτοποιός
buffoonery, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γελωτοποιία -ας, ἡ γελωτοποιός grappenmakerij.