γρᾴδιον

From LSJ
Revision as of 06:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

German (Pape)

[Seite 503] τό, = γραΐδιον, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

contr. de γραΐδιον.

Spanish (DGE)

v. γραΐδιον.

Greek Monolingual

γρᾴδιον, το (Α)
βλ. γραΐδιον.

Russian (Dvoretsky)

γρᾴδιον: τό стяж. к γραΐδιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γρᾴδιον -ου, τό en γραΐδιον γραῦς demin. oud vrouwtje; ook ongunstig oud wijf.