προσαναδίδωμι

Revision as of 10:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

   A distribute or give out besides, Plb. 10.14.3; τινὶ τὴν ἀσπίδα Plu.2.241f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. δίδωμι), dazu od. dabei in die Höhe geben, hinausreichen, Sp.; dazu vertheilen, Pol. 10, 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναδίδωμι: δίδω ἢ διανέμω προσέτι, προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναδώσω, ao. προσανέδωκα, etc.
présenter en outre, remettre.
Étymologie: πρός, ἀναδίδωμι.

Greek Monolingual

Α
δίνω ή μοιράζω σε κάποιον κάτι επιπροσθέτως ή κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναδίδωμι «διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω»].

Russian (Dvoretsky)

προσαναδίδωμι:
1) передавать, вручать (τινι τὴν ἀσπίδα Plut.);
2) (дополнительно) раздавать (τι Polyb.).