ψυχώ

From LSJ
Revision as of 12:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

(I)
-όω, ΜΑ
βλ. ψυχώνω.
(II)
-όω, Α ψύχος
(συν. το παθ.) ψυχοῡμαι, -όομαι
γίνομαι ψυχρός, κρύος («θερμανθὲν καὶ αὖθις ψυχωθέν», Ιπποκρ.).