φταρμός

From LSJ
Revision as of 12:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
φτάρμισμα, βασκανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός, με σίγηση του αρκτικού ο-, τροπή του συμπλέγματος –φθ σε -φτ- (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ- (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός), βλ. και λ. φταρμίζω].
(II)
ο, Ν
βλ. πταρμός.