Πεδιώ
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A goddess of the Plain, epith. of Hera, IG14.595,596 (Sicily).
Greek Monolingual
-οῡς, ἡ, Α
προσωνυμία της θεάς Ήρας ως προστάτιδας της πεδιάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + κατάλ. -ώ (πρβλ. Μεγιστ-ώ)].