Κηφίσιος

From LSJ
Revision as of 10:05, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κηφίσιος Medium diacritics: Κηφίσιος Low diacritics: Κηφίσιος Capitals: ΚΗΦΙΣΙΟΣ
Transliteration A: Kēphísios Transliteration B: Kēphisios Transliteration C: Kifisios Beta Code: *khfi/sios

English (LSJ)

Dor. Κᾱφ-, ὁ (sc. μήν), name of month at Cos, SIG 953.27 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Κηφίσιος, δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) Κηφισός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό
2. το αρσ. ως ουσ. Κηφίσιος (ενν. μήν)
ονομασία ενός μήνα στην Κω.

Russian (Dvoretsky)

Κηφίσιος: дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind.