εντομόφιλος

From LSJ
Revision as of 11:08, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τα έντομα
2. βοτ. όρος που αναφέρεται σε φυτά στα οποία η επικονίαση γίνεται με τα έντομα
τα άνθη τους έχουν συνήθως λίγους στήμονες και άφθονο νέκταρ (π.χ. τα άνθη της φασκομηλιάς, της βανίλιας κ.ά.)
3. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο εντομόφιλος
γένος πτηνών της οικογένειας τών μελιφαγιδών.