δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ή, -ό1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγόςκτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού.