καπνοπαραγωγός

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual


1. αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την καπνοβιομηχανία και το καπνεμπόριο («η Ελλάδα είναι καπνοπαραγωγός χώρα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια και παράγει καπνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].