καπνοπαραγωγός
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Greek Monolingual
-ό
1. αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την καπνοβιομηχανία και το καπνεμπόριο («η Ελλάδα είναι καπνοπαραγωγός χώρα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια και παράγει καπνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].