κονδυλοφόρος

Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Greek Monolingual

και κοντυλοφόρος, -ο
1. (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, κονδυλόρριζος
2. το αρσ. ως ουσ. ο κονδυλοφόρος
όργανο γραφής, καλάμι ειδικό για γράψιμο, κυρίως το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό στέλεχος, στην άκρη του οποίου προσαρμόζεται η γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η. λ. με σημ. «αυτός που έχει κονδύλους» < κόνδυλος + -φόρος (< φέρω). Η λ. με σημ. «όργανο γραφής» < κονδύλι + -φόρος (< φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, μασκο-φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημήτριο Βερναρδάκη].