πελασγικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / Πελασγικός, -ή, -όν, ΝΑ Πελασγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς («πελασγική γλώσσα»)
2. φρ. «Πελασγικό(ν) Άργος» — αρχαία ονομασία της πεδινής Θεσσαλίας
νεοελλ.
αυτός που κατασκευάστηκε από τους Πελασγούς («πελασγικό τείχος» — το παλαιότατο τείχος της Ακρόπολης τών Αθηνών, γνωστό και ως εννεάπυλο
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πελασγικός
προσωνυμία του Διός
2. Αργείος.