ολιγόκλαδος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
και λιγόκλαδος, -η, -ο (Α ὀλιγόκλαδος, -ον)
αυτός που έχει λίγα κλαδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ολιγόκλαδος
ζωολ. θαλασσόβιο σκουλήκι, στροβιλιστικό, με επίμηκες, πλατύ και διαφανές σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κλάδος.