σχισματικός

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

German (Pape)

[Seite 1056] die Spaltung, die Trennung betreffend, dazu gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχισμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σχίσμα, Κυπριαν. Ἐπιστ. 71, 1, Εὐσέβ. ΙΙ, 105, 7C, Ἀθαν. Ι, 268, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σχισματικός, -ή, -όν, ΝΜ σχίσμα, -ατος]
1. εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχίσμα («σχισματική έριδα»)
2. εκκλ. αυτός που έχει αποσχιστεί από το σώμα της Εκκλησίας για τη δημιουργία ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας, η οποία συνεπάγεται την επίσημη εκκλησιαστική καταδίκη με συνοδική απόφαση
3. το αρσ. ως ουσ. ο σχισματικός
αυτός που υποστηρίζει το σχίσμα τών Εκκλησιών.