πλαϊνός

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

{{grml |mltxt=και πλαγινός, -ή, -ό, Ν [[πλάι/ πλάγι
1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνή
ο γείτονας, ο ένοικος του διπλανού σπιτιού. }}