Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εσπέριος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἑσπέριος, -ία, -ον και -ος, -ον) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπερινός
2. αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο δυτικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἑσπερία
η χώρα που βρίσκεται δυτικά της Ελλάδας, η δυτική Ευρώπη
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εσπερία α) ζωολ.
γένος σπόγγων της οικογένειας τών δεσμακιδονιδών
β) εντομολ.
γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών εσπεριδών.