εσπέριος
From LSJ
Menander, fragment 761
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἑσπέριος, -ία, -ον και -ος, -ον) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπερινός
2. αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο δυτικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑσπερία
η χώρα που βρίσκεται δυτικά της Ελλάδας, η δυτική Ευρώπη
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εσπερία α) ζωολ.
γένος σπόγγων της οικογένειας τών δεσμακιδονιδών
β) εντομολ.
γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών εσπεριδών.