υποκάθετος

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
το θηλ. ως ουσ. η υποκάθετος
μαθημ. η προβολή πάνω σε άξονα συντεταγμένων του τμήματος της καθέτου πάνω σε μία καμπύλη σε ένα σημείο, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ του σημείου αυτού και του προαναφερόμενου άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Ν. Θεοτόκη].